ευεκτώ

ευεκτώ
(ΑΜ εὐεκτῶ, -έω) [ευέκτης]
είμαι καλά στην υγεία μου, έχω σωματική ευεξία
νεοελλ.
είμαι σε καλή οικονομική κατάσταση, έχω υλική, χρηματική ευεξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”